- παιδοκομικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την παιδοκομία, που αναφέρεται στην παιδοκομία: Οι παιδοκομικοί σταθμοί σήμερα εξυπηρετούν τους εργαζόμενους γονείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.